επιγραμματικός

επιγραμματικός
-ή, -ό
επίρρ.
1. που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα: Επιγραμματική ποίηση.
2. που έχει χαρακτήρα επιγράμματος, ο περιεκτικός και σύντομος, που χαρακτηρίζει κάτι λακωνικά και εύστοχα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • επιγραμματικός — ή, ό [επιγραμματίζω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο επίγραμμα («επιγραμματική ποίηση») 2. αυτός που διατυπώνεται ως επίγραμμα, σύντομα και εύστοχα …   Dictionary of Greek

  • θυμόσοφος — η, ο (Α θυμόσοφος, ον) αυτός που έχει έμφυτη και κατ έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής νεοελλ. αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις …   Dictionary of Greek

  • τηλεγραφικός — ή, ό, Ν 1. τηλεπ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τηλεγραφία και στον τηλεγραφητή (α. «τηλεγραφική επικοινωνία» β. «τηλεγραφικό σήμα») 2. μτφ. πολύ σύντομος, επιγραμματικός, λακωνικός («τηλεγραφική διατύπωση») 3. φρ. α) «τηλεγραφική γραμμή»… …   Dictionary of Greek

  • Βαλαωρίτης, Αριστοτέλης — (Λευκάδα 1824 – 1879). Πολιτικός και ποιητής. Ήταν γόνος αρματολικής οικογένειας από τη Βαλαώρα της Ευρυτανίας ή της Ηπείρου (δεν έχει ξεκαθαριστεί), που είχε εγκατασταθεί στη Λευκάδα από τα τέλη του 17ου με αρχές του 18ου αι. Παρακολούθησε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”